- διασκέψεις
- διάσκεψιςinspectionfem nom/voc pl (attic epic)διάσκεψιςinspectionfem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παναμερικανισμός — Κίνημα που κατάγεται από το σχέδιο του Σιμόν Μπολιβάρ για μια αδελφική ένωση των νέων αμερικανικών Δημοκρατιών. Για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού ο Λιμπερταδόρ (Απελευθερωτής) συγκάλεσε στον Παναμά το 1826, μια ειδική διάσκεψη, που δεν είχε … Dictionary of Greek
συνέδριο — Συγκέντρωση ειδικών σε ανώτερο επίπεδο με σκοπό να εξετάσουν προβλήματα κοινού ενδιαφέροντος. Τα λεγόμενα διεθνή σ. είναι συνήθως συγκεντρώσεις, αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών που έχουν σκοπό την εξέταση ζητημάτων που ενδιαφέρουν πολλά κράτη μαζί … Dictionary of Greek
αβαρία — Ζημιά πλοίου, είτε του ίδιου είτε του φορτίου του, στη διάρκεια του πλου του. Με ειδική νομοθεσία ρυθμίζονται όλα τα θέματα τα σχετικά με την α. Για να αποφευχθεί o αθέμιτος πλουτισμός σε βάρος εκείνων που διέτρεξαν τον κίνδυνο και υπέστησαν την… … Dictionary of Greek
Ελσίνκι — (Helsinki). Πόλη (559.718 κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Φιλανδίας. Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του Φινικού κόλπου, πάνω σε μια σειρά χερσονήσων που διαθέτουν πολυάριθμους μυχούς και περιβάλλονται από διάφορα νησιά. Αποτελεί το κύριο λιμάνι της… … Dictionary of Greek
Κολονία — (γερμ. KÖln). Πόλη (963.200 κάτ. το 2001) της Γερμανίας, στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας. Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Ρήνου. Η πόλη αποτελεί εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο πρωταρχικής σημασίας, με σιδηρουργικά και… … Dictionary of Greek
αρχιτεκτονική — Επιστήμη που αναφέρεται στην τέχνη της οικοδομικής και στους διάφορους ρυθμούς της. Ο όρος, στην ευρύτερη έννοιά του, σημαίνει την τεχνική και την επιστήμη της κατασκευής. Όπως δείχνει η ετυμολογία του, ο όρος αρχιτέκτονας προϋπέθετε, ήδη στην… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
διάσκεψη — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται ορισμένες συναντήσεις, όπου συζητούνται ζητήματα ειδικού ενδιαφέροντος. Στις διεθνείς σχέσεις οι δ. δεν διακρίνονται στην πράξη από τα συνέδρια, αν και κάποια λεπτή θεωρητική διάκριση τείνει να ονομάζει δ. τις… … Dictionary of Greek
κοινοπολιτεία — (Commonwealth). Αγγλικός όρος με σημασία ανάλογη προς το λατινικό respublica (δημοκρατία). Χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές του 16ου αι., αλλά διαδόθηκε περισσότερο τον 17o αι., κατά τη διάρκεια της πάλης μεταξύ του αγγλικού κοινοβουλίου και της… … Dictionary of Greek
ουδετερότητα — Νομική ή πραγματική κατάσταση στην οποία βρίσκονται τα κράτη τα οποία δεν παίρνουν μέρος σε πόλεμο που διεξάγεται μεταξύ άλλων κρατών. Η ο. ως νομική κατάσταση στηρίζεται σε μια σειρά κανόνων του διεθνούς δικαίου που αποβλέπουν από το ένα μέρος… … Dictionary of Greek